Τρεις +1 αλήθειες για το μάθημα των Θρησκευτικών




1. Το ζήτημα σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών που προέκυψε πρόσφατα με το προσχέδιο για το «νέο Λύκειο» (τυπικά επιλεγόμενο, ουσιαστικά στα αζήτητα) δεν είναι συντεχνιακό. Είναι καθαρά ιδεολογικό και έχει να κάνει με αρχές, αξίες και ιδανικά. Είναι επίσης βαθιά πολιτικό και έχει να κάνει με τον τρόπο και τις αρχές που κυβερνάται αυτή η χώρα. Στο άρθρο 16.2 του Συντάγματος αναφέρεται ότι «η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Πώς αναπτύσσεται η θρησκευτική συνείδηση; Πώς επιτυγχάνεται ο σκοπός της ηθικής και πνευματικής αγωγής των Ελλήνων; Πώς γίνεται ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης ο μαθητής, πώς θα ξεφύγει από τη θρησκοληψία και το φανατισμό, αυτές τις θλιβερές καταστάσεις που είναι όμως παιδιά της ανεπαρκούς θρησκευτικής παιδείας; Πώς θα ήθελες αύριο τα παιδιά σου; Σε τι χώρα θα ήθελες να ζούνε; Το ερώτημα είναι σαφές. Έχει το ηθικό δικαίωμα η πολιτεία και το σχολείο να μην παρέχει θρησκευτική παιδεία στους μαθητές; Πριν απαντήσεις σε όλα αυτά, θεωρώ ότι θα πρέπει να λάβεις υπόψη σου τις ιδιαιτερότητες και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτής εδώ της χώρας.
2. Οι θεολόγοι, αλλά και η σκεπτόμενη κοινή γνώμη νομίζω ότι συμφωνούν στην υποχρεωτικότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ανοίγει τώρα το νέο κεφάλαιο που αναφέρεται στο ύφος, τη φυσιογνωμία και το χαρακτήρα του μαθήματος. Πρόκειται για επιστημονική συζήτηση που γίνεται από επαῒοντες - λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες της νεοελληνικής κοινωνίας - και όχι από τον όποιο τυχόντα θέλει να εκφράσει την ιδεολογία του (βλ. και ΟΛΜΕ με τις απαράδεκτες ανακοινώσεις της επί του θέματος). Η συζήτηση αυτή και οι διάφορες σοβαρές προτάσεις (ομολογιακό, γνωσιολογικό, πολιτισμικό, βιβλικό, θρησκειολογικό) δεν μπορούν να οδηγούν ούτε σε ένα μονόπλευρο μάθημα, ούτε σε μία άχρωμη, βαρετή και εγκυκλοπαιδική διδασκαλία, ούτε βέβαια και στον κατακερματισμό του μαθήματος. Θεωρώ ότι οι ακρότητες μόνο ζημιά κάνουν, αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη, πολώνουν το διάλογο και μάς εκθέτουν ως κλάδο. Ως ακρότητες ονομάζω α) κάποιους που θεωρούν τον εαυτό τους ως τους μόνους υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, αποκλειστικούς θεματοφύλακες της πίστης και σωτήρες του μαθήματος, έτοιμους να ρίξουν το λίθο του αναθέματος σε όσους έχουν αντίθετη άποψη και β) όσους ρίχνουν στον Καιάδα κάθε θεολογικό στοιχείο και ύφος επιδιώκοντας να «εκμοντερνίσουν» το μάθημα, μετατρέποντάς το σε μίγμα ανιαρής κοινωνιολογίας, κενής φιλοσοφίας και πληροφοριακής θρησκειολογίας.
Η δική μου πρόταση είναι η οργανική σύνθεση όλων των παραπάνω προτάσεων με την ταυτόχρονη ανάδειξη σαφούς προσανατολισμού, αυτόν της ορθόδοξης πρότασης πίστης και ζωής. Το περιεχόμενο αυτού του προσανατολισμού είναι ριζικά αντίθετο με τον κατηχητισμό και διαφέρει και από το αποκλειστικά ομολογιακό μοντέλο. Προσανατολισμός δεν σημαίνει υποχρέωση, αλλά ανάδειξη και πρόταση, σημαίνει αφετηρία προβληματισμού, βάση για σκέψη, βιωματικό ερέθισμα, υλικό για γόνιμο και δημιουργικό διάλογο. Θεωρώ ότι το μάθημα των Θρησκευτικών και τώρα έχει όλα αυτά τα στοιχεία και δεν χρειάζεται να ψάχνουμε στο φεγγάρι για νερό. Ο θεολογικός διάλογος πρέπει να οδηγήσει στον περαιτέρω εμπλουτισμό όλων αυτών των στοιχείων της σύνθεσης και συνάμα στη διαγραφή παραμέτρων που στενεύουν τον ορίζοντά του. Με όλα αυτά τα γνωρίσματα, το μάθημά μας είναι και πολυπολιτισμικό και πολυσυλλεκτικό. Βασίζεται στη δημοκρατία και στο σεβασμό της ελευθερίας. Η επιδίωξή μας οφείλει να είναι τούτη: το μάθημά μας να είναι χρήσιμο, διεγερτικό της ψυχής και του νου, μακριά από δογματισμό, κατηχητισμό, φανατισμό και μισαλλοδοξία που πρώτοι εμείς καταδικάζουμε. Δεν συμφωνούν αυτά τα στοιχεία ούτε με το εκπαιδευτικό λειτούργημά μας, ούτε με την επιστημονική συνείδησή μας, ούτε με τη λογική και πρακτική του Ευαγγελίου.
3) Η καραμέλα περί δήθεν «κατηχητικού» χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών πρέπει να πάψει να αναδεύεται. Ο κατατοπισμός και η ενημέρωση των μαθητών σχετικά με το Χριστό και την Εκκλησία, οι προβληματισμοί, τα ερωτήματα και οι προεκτάσεις που προκύπτουν στο σχολείο δεν έχουν κατηχητικό χαρακτήρα. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να εντάξει όλα αυτά στο θρησκειολογικό μοντέλο, στην πολιτισμική διάσταση, στη βιβλική διάσταση ή και στο γνωστικό περιεχόμενο του μαθήματος. Κατηχητικό χαρακτήρα θα είχαν, εάν υπήρχε η ανάγκη, το προαπαιτούμενο και η - έμμεση ή άμεση - απαίτηση να αποδεχθούν οι μαθητές ως αδιατάρακτη πίστη ό,τι προκύπτει. Εάν αυτή η απαίτηση μετατρεπόταν σε μεθόδευση, υποχρέωση, εξαναγκασμό ακόμη και ψυχολογική βία, τότε θα είχαμε επισφράγιση του κατηχητισμού, αλλά και προσηλυτισμό. Και ρωτάω: Αυτή είναι η κατάσταση στα σχολεία; Έτσι κάνουν το μάθημά τους οι θεολόγοι; Έχει ρωτήσει κανείς από τους συναδέλφους κάποιον από τους μαθητές του, εάν πιστεύει στο Χριστό ή εάν συμμετέχει στα μυστήρια της Εκκλησίας και ανάλογα με την απάντησή του να τον βαθμολογήσει; Δεν καταλαβαίνετε όλοι εσείς οι απ’ έξω ότι αν συμβεί ποτέ αυτό, οι πρώτοι που θα αντιδράσουμε θα είμαστε εμείς οι ίδιοι;
4) Οι μαθητές – και ειδικά του Λυκείου – δεν έρχονται στο σχολείο για να κατηχηθούν. Ούτε και είναι αυτός ο σκοπός του σχολείου. Στις σχολικές τάξεις συναντάς μαθητές είτε μπερδεμένους πάνω στο ζήτημα της θρησκείας, είτε αρνητικούς προς τη θρησκεία από πράγματα που ακούνε, βλέπουν και ζούν. Λίγα είναι τα παιδιά που έχουν ξεκάθαρη, νηφάλια και πραγματικά ορθόδοξη προσέγγιση του γεγονότος της Εκκλησίας. Τα περισσότερα ταυτίζουν την Εκκλησία με το ιερατείο, θεωρούν το Θεό είτε ως απόμακρη ανωτέρα δύναμη, είτε ως φόβητρο, είτε ως αναμένοντα την εξαγορά Του και ανακατεύουν την πίστη με δεισιδαιμονίες, προλήψεις, θρησκευτικές προκαταλήψεις και θεολογικώς απαράδεκτα στερεότυπα. Όλος αυτός ο ορυμαγδός σε συνδυασμό με την εφηβική αμφισβήτηση, αγανάκτηση και αναζήτηση, καθώς και με τους γενικότερους νεανικούς και ευαίσθητους υπαρξιακούς προβληματισμούς δημιουργούν μία δύσκολη κατάσταση.
Ο θεολόγος καθηγητής πρέπει να δράσει ως χειρουργός: από τη μία πλευρά να ενεργήσει συνειδησιακά, υπηρετώντας την εκπαιδευτική του ιδιότητα και να απαλλάξει τους μαθητές του από τα βαρίδια του νου και τους διαθλαστικούς φακούς της σκέψης τους και από την άλλη να σεβαστεί απόλυτα την προσωπικότητά τους και την ελευθερία της συνείδησής τους.
Οι μαθητές βάζουν το πεπόνι, εμείς βάζουμε το μαχαίρι;

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Έμμηνος ρύση και Θεία Κοινωνία

Η ομιλία μου στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 (2013)

Η θλιβερή εικόνα των μαθητών της Γ΄ Λυκείου

Απασφάλιση θεολόγου…

Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….

Το «δικαίωμα» των καταλήψεων

Μεταξύ θεολόγων ειλικρίνεια…

Συζητώντας με έναν κομπλεξικό (…περί θρησκείας)

Θεέ μου, είσαι άδικος….

Γράμμα στον Ιούδα…